περιελάσιας

περιελάσιας
περιέλασις
driving about
fem acc pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιέλασις — άσεως, ἡ, Α [περιελαύνω] 1. το να μετακινείται κανείς επάνω σε αμάξι («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», Ηρόδ.) 2. το να εκτοξεύει κανείς ολόγυρα κάτι 3. δρόμος κατάλληλος για μετακίνηση με αμάξι, λεωφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”